- πιτυλεύω
- πῐτῠλ-εύω, ([etym.] πίτυλος)A ply the sweeping oar, Ar.V.678.2 = sq. 1, Com.Adesp.3 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* … Dictionary of Greek
πιτύλευσον — πιτυλεύω ply the sweeping oar aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλεύσας — πιτυλεύσᾱς , πιτυλεύω ply the sweeping oar aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)